αβγουλάτος

αβγουλάτος
-η, -ο
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού, αβγοειδής
2. το επίθετο χαρακτηρίζει και ποικιλία σταφυλιών με ρόγες μεγάλες σαν αβγά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβγουλάτος — η, ο εκείνος που έχει σχήμα αβγού: Ήταν ωραίο σταφύλι αβγουλάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγοειδής — ές [αβγό] αυτός που έχει σχήμα αβγού, αβγουλάτος, αβγουλωτός, αβγωτός …   Dictionary of Greek

  • αβγουλωτός — ή, ό αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγωτός …   Dictionary of Greek

  • αβγωτός — ή, ό [αβγό] 1. αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγουλωτός 2. ο γεμάτος αβγά 3. ο αλειμμένος με το εσωτερικό αβγού 4. ο γυαλισμένος με το ασπράδι αβγού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”